-
1 αυτοκασιγνήτα
αὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc /acc dualαὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 αὐτοκασιγνήτα
αὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc /acc dualαὐτοκασιγνήτᾱ, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 αυτοκασιγνήτας
αὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem acc plαὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem gen sg (doric aeolic) -
4 αὐτοκασιγνήτας
αὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem acc plαὐτοκασιγνήτᾱς, αὐτοκασιγνήτηown sister: fem gen sg (doric aeolic) -
5 αυτοκασιγνήται
-
6 αὐτοκασιγνήται
См. также в других словарях:
αὐτοκασιγνήτα — αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc/acc dual αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτας — αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc pl αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήται — αὐτοκασιγνήτᾱͅ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)