-
1 αυτοθήρευτος
-
2 αὐτοθήρευτος
-
3 αὐτοθήρευτος
αὐτο-θήρευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοθήρευτος
См. также в других словарях:
αὐτοθήρευτος — self caught masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)