-
1 αυτοεπιστήμην
-
2 αὐτοεπιστήμην
См. также в других словарях:
αὐτοεπιστήμην — αὐτοεπιστήμη abstract science fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτοεπιστήμην
2 αὐτοεπιστήμην
αὐτοεπιστήμην — αὐτοεπιστήμη abstract science fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)