Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αὐτογενής

См. также в других словарях:

  • αυτογενής — αὐτογενής, ές (AM) αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον αρχ. 1. συγγενής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές ο νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής… …   Dictionary of Greek

  • αὐτογενής — self produced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτογενῆ — αὐτογενής self produced neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτογενής self produced masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτογενής self produced masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτογενεῖ — αὐτογενής self produced masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐτογενής self produced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτογενεῖς — αὐτογενής self produced masc/fem acc pl αὐτογενής self produced masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτογενές — αὐτογενής self produced masc/fem voc sg αὐτογενής self produced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτογενοῦς — αὐτογενής self produced masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτογέννητος — αὐτογέννητος, ον (Α) αυτογενής …   Dictionary of Greek

  • αυτόγονος — αὐτόγονος, ον (Α) αυτογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. εύγονος, κακόγονος, πρωτόγονος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοθεραπεία — Tο σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούν ψυχικά μέσα για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων. Η σύγχρονη ψ. ξεκινά από θεραπευτικές μεθόδους που βασίζονται στην υποβολή και στην ύπνωση, που συνδέονται με τη θεωρία του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»