-
1 αυτογεννήτου
-
2 αὐτογεννήτου
См. также в других словарях:
αὐτογεννήτου — αὐτογέννητος with her own child masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτογεννήτου
2 αὐτογεννήτου
αὐτογεννήτου — αὐτογέννητος with her own child masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)