-
1 αὐτοΰπαρκτος
αὐτοΰπαρκτος, ον,A = αὐθύπαρκτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοΰπαρκτος
-
2 αυτούπαρκτον
-
3 αὐτούπαρκτον
См. также в других словарях:
αὐτούπαρκτον — αὐτούπαρκτος masc/fem acc sg αὐτούπαρκτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)