-
1 αυτεπιτακτης
См. также в других словарях:
αυτεπιτάκτης — αὐτεπιτάκτης, ο (Α) [επιτάσσω] αυτός που ασκεί απόλυτη εξουσία … Dictionary of Greek
αὐτεπιτακτῶν — αὐτεπιτάκτης one who rules absolutely masc gen pl αὐτεπιτακτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)