-
1 αυτεπιτακτης
-
2 αὐτεπιτάκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτεπιτάκτης
-
3 αὐτεπιτάκτης
-
4 αυτεπιτακτών
-
5 αὐτεπιτακτῶν
См. также в других словарях:
αυτεπιτάκτης — αὐτεπιτάκτης, ο (Α) [επιτάσσω] αυτός που ασκεί απόλυτη εξουσία … Dictionary of Greek
αὐτεπιτακτῶν — αὐτεπιτάκτης one who rules absolutely masc gen pl αὐτεπιτακτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)