-
1 αυτεπιτακτών
-
2 αὐτεπιτακτῶν
См. также в других словарях:
αὐτεπιτακτῶν — αὐτεπιτάκτης one who rules absolutely masc gen pl αὐτεπιτακτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτεπιτακτών
2 αὐτεπιτακτῶν
αὐτεπιτακτῶν — αὐτεπιτάκτης one who rules absolutely masc gen pl αὐτεπιτακτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)