Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αὐστηρότης

См. также в других словарях:

  • αὐστηρότης — harshness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότησι — αὐστηρότης harshness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότησιν — αὐστηρότης harshness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότητα — αὐστηρότης harshness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότητας — αὐστηρότης harshness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότητες — αὐστηρότης harshness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότητι — αὐστηρότης harshness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότητος — αὐστηρότης harshness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυστηρότητα — η (AM αὐστηρότης) η ιδιότητα του αυστηρού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»