-
1 αυστηροτης
- ητος ἥ1) терпкость, вяжущий вкус(οἴνου Xen. и περὴ οἴνου Plat.)
2) суровость, резкость, желчность(τοῦ γήρως Plat.)
См. также в других словарях:
αὐστηρότης — harshness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότησι — αὐστηρότης harshness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότησιν — αὐστηρότης harshness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητα — αὐστηρότης harshness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητας — αὐστηρότης harshness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητες — αὐστηρότης harshness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητι — αὐστηρότης harshness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητος — αὐστηρότης harshness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυστηρότητα — η (AM αὐστηρότης) η ιδιότητα του αυστηρού … Dictionary of Greek