-
1 αὐστηρόπρακτος
αὐστηρόπρακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐστηρόπρακτος
-
2 αυστηροπράκτους
-
3 αὐστηροπράκτους
См. также в других словарях:
αὐστηροπράκτους — αὐστηρόπρακτος austere in conduct masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)