-
1 αὐριβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐριβάτης
-
2 αυριβάτας
αὐριβάτᾱς, αὐριβάτηςswift-striding: masc acc plαὐριβάτᾱς, αὐριβάτηςswift-striding: masc nom sg (epic doric aeolic) -
3 αὐριβάτας
αὐριβάτᾱς, αὐριβάτηςswift-striding: masc acc plαὐριβάτᾱς, αὐριβάτηςswift-striding: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
αὐριβάτας — αὐριβάτᾱς , αὐριβάτης swift striding masc acc pl αὐριβάτᾱς , αὐριβάτης swift striding masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek