-
1 αὐροφόρητος
αὐροφόρητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐροφόρητος
-
2 αὐροφόρητος
-
3 αυροφορήτους
-
4 αὐροφορήτους
См. также в других словарях:
αυροφόρητος — αὐροφόρητος, ον (Α) αυτός που τον φέρνει η αύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύρα + φορητός < φορώ ( έω) < φέρω] … Dictionary of Greek
αὐροφορήτους — αὐροφόρητος wind borne masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)