-
1 αυξητικός
-
2 αὐξητικός
-
3 αὐξητικός
-
4 αυξητικος
-
5 αὐξητικός
-
6 αυξητικός
η, ό[ν]1) увеличивающий, умножающий, способствующий росту; 2) показывающий увеличение, рост;αυξητικός δείκτης — таблица роста и веса детей
-
7 αὐξητικός
A growing, of growth,ἡ αὐ. ζωή Arist.EN 1098a1
; ;αὐ. εἰς μῆκος Thphr. HP1.9.1
. Adv.-κῶς, κινεῖσθαι Ph.1.492
.II [voice] Act., promoting growth, c. gen.,σπληνός Hp.Acut.62
;μεγέθους S.E.M.3.24
: abs., ; -κόν, τό, Id.Cael. 310a29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐξητικός
-
8 αυξητικά
αὐξητικόςgrowing: neut nom /voc /acc plαὐξητικά̱, αὐξητικόςgrowing: fem nom /voc /acc dualαὐξητικά̱, αὐξητικόςgrowing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 αὐξητικά
αὐξητικόςgrowing: neut nom /voc /acc plαὐξητικά̱, αὐξητικόςgrowing: fem nom /voc /acc dualαὐξητικά̱, αὐξητικόςgrowing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 αυξητικώτερον
αὐξητικόςgrowing: adverbial compαὐξητικόςgrowing: masc acc comp sgαὐξητικόςgrowing: neut nom /voc /acc comp sg -
11 αὐξητικώτερον
αὐξητικόςgrowing: adverbial compαὐξητικόςgrowing: masc acc comp sgαὐξητικόςgrowing: neut nom /voc /acc comp sg -
12 αυξητος
-
13 αυξιμος
-
14 αυξητικών
-
15 αὐξητικῶν
-
16 αυξητικόν
-
17 αὐξητικόν
-
18 αυξητικώτατον
-
19 αὐξητικώτατον
-
20 αυξητική
См. также в других словарях:
αὐξητικός — growing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυξητικός — ή, ό (AM αὐξητικός, ή, όν) αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση αρχ. μσν. αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει αρχ. 1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο 2. παραγωγικός … Dictionary of Greek
αυξητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αύξηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐξητικά — αὐξητικός growing neut nom/voc/acc pl αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc/acc dual αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικώτερον — αὐξητικός growing adverbial comp αὐξητικός growing masc acc comp sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικῶν — αὐξητικός growing fem gen pl αὐξητικός growing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικόν — αὐξητικός growing masc acc sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικώτατον — αὐξητικός growing masc acc superl sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικαῖς — αὐξητικός growing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικαί — αὐξητικός growing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικοῖς — αὐξητικός growing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)