-
1 αυλώπιδα
-
2 αὐλώπιδα
См. также в других словарях:
αὐλώπιδα — αὐλώ̱πιδα , αὐλῶπις with a tube like opening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυλώπιδα
2 αὐλώπιδα
αὐλώπιδα — αὐλώ̱πιδα , αὐλῶπις with a tube like opening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)