Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐλωτούς

См. также в других словарях:

  • αὐλωτούς — αὐλωτός furnished with pipes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύδραυλος — ο / ὕδραυλος, ΝΑ, και υδραυλός Ν το μουσικό όργανο ύδραυλις νεοελλ. χαλύβδινος σωλήνας χρησιμοποιούμενος σε αυλωτούς λέβητες, μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το νερό που πρόκειται να γίνει ατμός αρχ. ο ὑδραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αὐλός (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»