-
1 αυλωτούς
-
2 αὐλωτούς
См. также в других словарях:
αὐλωτούς — αὐλωτός furnished with pipes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδραυλος — ο / ὕδραυλος, ΝΑ, και υδραυλός Ν το μουσικό όργανο ύδραυλις νεοελλ. χαλύβδινος σωλήνας χρησιμοποιούμενος σε αυλωτούς λέβητες, μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το νερό που πρόκειται να γίνει ατμός αρχ. ο ὑδραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αὐλός (πρβλ.… … Dictionary of Greek