-
1 αὐλοποιϊκή
αὐλο-ποιϊκή (sc. τέχνη), ἡ, = foreg., Pl.Euthd. 289c:—also [suff] αὐλο-ποιητική, Asp. in EN 15.24: hence Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλοποιϊκή
См. также в других словарях:
ελεγεία — Ποιητική σύνθεση σε δίστιχα (ο πρώτος στίχος εξάμετρος, ο δεύτερος πεντάμετρος). Η ε. πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ιωνία κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και φαίνεται ότι αρχικά συνοδευόταν από αυλό (η λέξη έλεγος είναι αρμενικής ή φρυγικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek