Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐλοποιία

См. также в других словарях:

  • αὐλοποιία — αὐλοποιίᾱ , αὐλοποιία flute making fem nom/voc/acc dual αὐλοποιίᾱ , αὐλοποιία flute making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλοποιία — αὐλοποιία και αὐλοποιική, η (Α) [αυλοποιός] η τέχνη της κατασκευής αυλών …   Dictionary of Greek

  • αὐλοποιίαν — αὐλοποιίᾱν , αὐλοποιία flute making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»