-
1 αυλοποιία
αὐλοποιίᾱ, αὐλοποιίαflute-making: fem nom /voc /acc dualαὐλοποιίᾱ, αὐλοποιίαflute-making: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 αὐλοποιία
αὐλοποιίᾱ, αὐλοποιίαflute-making: fem nom /voc /acc dualαὐλοποιίᾱ, αὐλοποιίαflute-making: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αὐλοποιΐα
αὐλο-ποιΐα, ἡ,A flute-making, Poll.7.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλοποιΐα
-
4 αὐλοποιΐα
-
5 αυλοποιίαν
-
6 αὐλοποιίαν
См. также в других словарях:
αὐλοποιία — αὐλοποιίᾱ , αὐλοποιία flute making fem nom/voc/acc dual αὐλοποιίᾱ , αὐλοποιία flute making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλοποιία — αὐλοποιία και αὐλοποιική, η (Α) [αυλοποιός] η τέχνη της κατασκευής αυλών … Dictionary of Greek
αὐλοποιίαν — αὐλοποιίᾱν , αὐλοποιία flute making fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)