-
1 αυλείων
-
2 αὐλείων
-
3 εκπεμπω
1) высылать, посылать(δῶρά τινι Her.; ναῦς καὴ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.)
ἀποικίας ἐ. Plat. — отправлять переселенцев, т.е. создавать колонии2) выделять, испускатьλαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. — испускать яркий свет;τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. — выделять влагу3) отсылать, выводить, увозить(τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὴ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.)
4) вызывать(τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.)
5) выносить(τὸν θανόντα δόμων Plut.)
6) вывозить, экспортировать(ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.)
7) удалять прочь, изгонять(τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.)
8) pass. умиратьοὐ στενακτὸς οὐδ΄ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без стонов и страданий
-
4 πύλη
A one wing of a pair of double gates,ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην π. Hdt.3.156
: mostly in pl., gates of a town (whereas θύρα = house-door),Σκαιαὶ π. Il.3.145
, etc.;π. εὖ ἀραρυίας 7.339
;πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας 12.454
;πεπταμένας ἐν χερσὶ π. ἔχετε 21.531
; ἄνεσάν τε π. καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας ib. 537;π. ἀνοῖξαι A.Ag. 604
;π. κλῇσαι Pl.R. 560c
(the Art. is freq. omitted even in Prose): pl. of several gates, A.Th. 125; ἐν πύλαις in or at the gates, ib. 160, 213 (both lyr.), al.; πρὸς πύλαις ib. 377, 457;ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον Ar.Eq. 1247
.2 in Trag. sts. of the house-door,δωμάτων πύλαι A.Ch. 732
, cf. 561; γυναικείους π. gate or door leading to the women's apartments, ib. 878; ;ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν Id.Ant.18
: also in sg., ib. 1186, El. 818; of the door of a tent, Id.Aj.11;πύλης ἄναξ θυρωρέ Id.Fr. 775
.3 πύλαι Ἀΐδαο the gates of the nether world, periphr.for hell, Il.5.646,9.312, Od.14.156;Ἅιδου πύλαι A.Ag. 1291
, cf. Ev.Matt.16.18, etc.; alsoσκότου πύλαι E.Hec.1
;νερτέρων π. Id.Hipp. 1447
.4 custom-house, PTeb.5.34 (ii B.C.); τετελώνηται διὰ πύλης has paid the customs, BGU 1592(iii A.D.), etc.;τὸ σύμβολον τῆς ἱερᾶς Συηνιτικῆς π. PStrassb.79.10
(i B.C.);μισθωταὶ ἱερᾶς π. Σοήνης Ostr. 106
(ii A.D.), al., cf. Ostr.Bodl.v C 1 (ii A.D.),II generally, entrance, orifice,ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Emp.100.19
;ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ath.4.169a
;πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp. 218b
; ἡλίου πύλαι, Pythag. name for the eyes, D.L.8.29; portal fissure of the liver,π. καὶ δοχαὶ χολῆς E.El. 828
, cf. Hp.Epid. 2.4.1, Anat.1, Pl.Ti. 71c, Arist.HA 496b32, Gal.15.145; portal vein of the liver, Ruf.Onom. 179, Gal.2.785,5.542.b pl., of the carceres in the circus, Aristid.1.124J.c metaph.,πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27
;ἐπέων π. B.Fr.4
;ἐν πύλαις γήρως D.C.57.24
, cf. 76.7.2 entrance into a country through mountains, pass, Hdt.5.52: hence, Πύλαι, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the Gates of Greece, Id.7.201, etc.: of other passes,π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας X.An.1.4.4
; αἱ Σύριαι π. ib.5; αἱ Κάσπιαι π. Str.11.12.1;π. Λύδιαι Id.13.1.65
; Ἀμανίδες π. Id.14.5.18, 16.2.8 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Arr.An.2.7.1
): these passes were sometimes really barred by gates, Hdt.7.176, cf. 3.117, 5.52, X. l.c.: the Isthmus is called πόντοιο πύλαι, Pi.N.10.27;Κορίνθου π. Id.O.9.86
;αἱ π. τῆς Πελοποννήσου X.Ages.2.17
; Πέλοπος νάσου θεόδματοι π. B.p.437 J.3 of narrow straits, by which one enters a broad sea, Πύλαι Γαδειρίδες the Straits of Gibraltar, Pi.Fr. 256; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., of the Thracian Bosporus, A.Pr. 729; ἐν πύλαις, of the Euripus, E.IA 803.
См. также в других словарях:
αὐλείων — αὔλειος of fem gen pl αὔλειος of masc/neut gen pl αὔλειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… … Dictionary of Greek