-
1 αὐθ-όμ-αιμος
αὐθ-όμ-αιμος, = ὅμαιμος, Soph. O. C. 336; Lycophr. 168. S. auch αὔϑαιμος.
-
2 φιλ-αυθ-όμ-αιμος
φιλ-αυθ-όμ-αιμος, = φιλάδελφος, Lycophr. 566.
-
3 αὔθ-αιμος
αὔθ-αιμος ( αἷμα), von demselben Blute, verschwistert, Ant. Sid. 15 (VI, 14); Soph. O. C. 1080 für αὐϑομαίμων, nach Bothe's Conj.
-
4 αὔθαιμος
αὔθ-αιμος, von demselben Blute, verschwistert
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αύθαιμος — αὔθαιμος, ον και αὐθαίμων, ον (Α) 1. αδελφός 2. συγγενής εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + αιμος, αίμων < αίμα] … Dictionary of Greek