-
1 αὐθωρός
αὐθ-ωρός, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθωρός
См. также в других словарях:
αυθωρός — αὐθωρός, όν (AM) αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή που μιλάμε, ξαφνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ωρος < ώρα] … Dictionary of Greek