-
1 αυθέδραστα
-
2 αὐθέδραστα
См. также в других словарях:
αὐθέδραστα — αὐθέδραστος self established neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυθέδραστα
2 αὐθέδραστα
αὐθέδραστα — αὐθέδραστος self established neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)