-
1 αὐθαδιάζομαι
αὐθαδ-ιάζομαι or [suff] αὐθαδ-ειάζομαι, late form for sq., J.BJ5.3.4, Polem.Call.24, S.E.P.1.237, Procop. Arc.14,15, Lib.Decl.15.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαδιάζομαι
См. также в других словарях:
αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] … Dictionary of Greek