-
1 αὐθαδιάζομαι
αὐθαδ-ιάζομαι or [suff] αὐθαδ-ειάζομαι, late form for sq., J.BJ5.3.4, Polem.Call.24, S.E.P.1.237, Procop. Arc.14,15, Lib.Decl.15.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαδιάζομαι
-
2 αὐθάδεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθάδεια
-
3 αὐθάδης
αὐθάδ-ης, ες,A self-willed, stubborn,ἦσάν τε αὐθαδέστεροι Hdt.6.92
;τὰς ὀργὰς αὐ. Hp.
Aër.24, cf. Arist.Rh. 1367a37; surly, Thphr.Char. 15.1;αὐθάδη φρονῶν A.Pr. 907
; of a dog, X.Cyn.6.25.2 metaph. of things, remorseless,σφηνὸς γνάθος αὐ. A.Pr.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθάδης
-
4 αὐθαδία
αὐθαδ-ία, ἡ,A wilfulness, stubbornness, A.Pr.79, S.OT 549, Ar.Th. 704, Pl.R. 590a, BGU 1187.21 (i B. C.), IG7.2725.27 (Acraephia, ii A. D.), etc.; opp. εὐβουλία, A.Pr. 1034; surliness, Thphr.Char.15.1; mean betw. ἀρέσκεια and σεμνότης, Arist.EE 1221a8; αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ [ἐξελαύνειν] Antiph.300.4;ἡ αὐ. τῶν συνθηκῶν ὅτι οὐ μετὰ κοινῆς γνώμης αὐτὰς ἔπραξεν D.H.9.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαδία
-
5 αὐθαδίζομαι
A- ισάμενος Them.Or.34
P.467 D.:—to be self-willed,οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.Ap. 34d
; to be puffed up, arrogant, Them. Or.29.346b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαδίζομαι
-
6 αὐθαδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαδικός
-
7 αὐθάδισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθάδισμα
-
8 αὐθαδόστομος
αὐθαδ-όστομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαδόστομος
См. также в других словарях:
αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] … Dictionary of Greek