-
1 αυδηέσσης
-
2 αὐδηέσσης
-
3 καταλέκτρια
καταλέκτρια, ἡ, perh.A = θαλαμηπόλος, Βύνης -ιαι αὐδηέσσης Call. (Fr.anon.82) ap.EM217.5, Tz.ad.Lyc.107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέκτρια
См. также в других словарях:
αὐδηέσσης — αὐδήεις speaking with human voice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)