-
1 αυγάστειρα
-
2 αὐγάστειρα
-
3 αὐγάστειρα
αὐγ-άστειρα, ἡ,A light-giving, of the moon, Orph.H.9.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐγάστειρα
См. также в других словарях:
αὐγάστειρα — light giving fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)