-
1 αὐγή
αὐγή, ἡ, 1) Glanz, Schimmer, πυρός Od. 6, 305; Aesch. Ag. 9; ἠελίου Il. 16, 188; Aesch. Pers. 696; Pind. Ol. 3, 25 u. sonst öfter; ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο φοιτῶσι ὄρνιϑες Od. 2, 181, unter der Sonne leben; ζώειν 15, 340; ohne Zusatz ist ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο auf der Erde, Ggstz zur Unterwelt, 11, 498; vgl. 619; bei Nic. Th. 275 sind ἐννέα αὐγαὶ ἠελίοιο 9 Tage; ὑπ' αὐγὰς ἰδεῖν, genau, bei Lichte betrachten, Plat. Phaedr. 268 a; ϑεωρεῖν Ar. Th. 500; ἄγειν, ans Licht ziehen, Ael.; Pind. sagt δυσμαὶ αὐγᾶν, Untergang der strahlenden Sonne, I. 3, 83; übertr., βίου δύντος Aesch. Ag. 1094. Vom Blitz, Il. 13, 244; βροντᾶς αὐγαί Soph. Phil. 1184. – 2) wie Plat. αὐγῆς τὰ ὄμματα μεστά Rep. VIII, 516 a; τίς σ' ἐτύφλωσεν; τίς ἀφείλετο λαμπάδος αὐγάς; p. bei D. L. 7, 163; Soph. ὀμμάτων αὐγαί Ai. 70; Eur. Phoen. 1357 u. öfter; αὐγαί die Augen, Rhes. 737 u. Sp. D., wie Nic. Al. 442.
-
2 φαεσί-μβροτος
φαεσί-μβροτος, den Sterblichen leuchtend, Licht bringend; ἠώς Il. 24, 785; Ηέλιος Od. 10, 138; Hes. Th. 958; ϑεοῦ φαεσίμβροτοι αὐγαί Eur. Heracl. 750.
-
3 κοιλ-ωπής
-
4 θέρω
θέρω, fut. ϑέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται ϑέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch ἕλκος, Nic. Th. 687. – Gew. med. ϑέρομαι, ϑέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐϑέρην, conj. ϑερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' ἐπεί κε πυρὸς ϑερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; ϑερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο ϑέρεσϑαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; ϑέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ πέτρα ϑέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα ϑέροιτο Antp. Sid. 31 ( Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ ϑέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, ὁπόταν ῥιγῶν ϑέρηται καὶ ϑερμαινόμενος ἐνίοτε ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut.
-
5 ἀρί-ζηλος
ἀρί-ζηλος, 1) = ἀρίδηλος, sehr deutlich; fem. ἀριζήλη φωνή Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; v. l. Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον ϑῆκεν ϑεός, daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. ἀίδηλος u. ἀίζηλος; – ἀστήρ Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).
-
6 ἀ-τέρμων
ἀ-τέρμων, ον (τέρμα), ohne Gränzen, ohne Ende, πέπλος Aesch. Eum. 604, ohne Ausgang; ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων Eur. Hec. 903, nach Herm. außerordentlich glänzender, blendender Schein der Metallspiegel; Andere erkl. runde.
-
7 ἀμβλ-ώψ
-
8 ἔν-δῑος
ἔν-δῑος, ον (Ζεύς, Διός, sub dio), 1) mittäglich, zur Mittagszeit; ἔνδιος ἦλϑεν, er kam um Mittag, Od. 4, 450 (auf 400 bezüglich, wo es heißt ἦμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει); vgl. Il. 11, 726; ἐς ἔνδιον, gegen Mittag, Ap. Rh. 1, 603, vgl. 4, 1312 ἔνδιον ἦμαρ ἔην, περὶ δ' ὀξύταται ϑέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην, Myrin. 3 (VII, 703). – 2) im Freien, unter freiem Himmel, wie auch Myrin. 3 erkl. werden kann; ἀκρέμονες Antiphil. 12 (IX, 71); ποιμένες Theocr. 16, 95. Auch vom Himmel, Arat. 498; ὕδωρ, das vom Himmel fallende Wasser, Regen, id. 954. [Ap. Rh. u. Anth. ι kurz].
-
9 ἠλεκτρο-φαής
ἠλεκτρο-φαής, ές, wie Elektron glänzend, αὐγαί Eur. Hipp. 741.
-
10 ἥλιος
ἥλιος, ὁ, poet. ἠέλιος, u. so immer Hom., außer Od. 8, 271, wie auch die sp. Ep.; dor. ἅλιος u. als nom. pr. (w. m. s.), auch Ἀέλιος (verwandt mit ἕλη, aber auch mit ἠώς), die Sonne, Hom. u. Folgde überall. Vom Aufgehen der Sonne bei Hom. ἀνιέναι, auch ἀνορούειν u. ἀνανεῖσϑαι, andere Dichter ἀνέρχομαι, τέλλω, in Prosa am gew. ἀνίσχειν u. ἀνέχειν; vom Untergehen δῦναι u. δύεσϑαι, Hom. u. A.; poet. ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφϑιτο, Aesch. Pers. 369; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου Suppl. 750; ἐκλείπω, ἔκλειψις, von der Sonnenfinsterniß; die subst. ἀνατολαί, δύσις, φάος, φέγγος, αἴγλη, αὐγαί, σέλας, ἀκτίς, βολαί, s. unter den betreffenden Artikeln; – ὑφ' ἡλίῳ, unter der Sonne, auf der Erde, τῶν ὑφ' ἡλίῳ ἀρίστη Eur. Alc. 151; dah. οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ, lebt nicht mehr, 396, wie oft bei Hom. ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, leben; αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ – ναιετάουσι πόληες Il. 4, 44; τῶν ὑπὸ τουτονὶ τὸν ἥλιον ἀνϑρώπων Dem. 18, 270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον μεγίστων ἡγεμονιῶν Plut. Lucull. 30. – Bei Hom. ist πρὸς Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε die gew. Bestimmung der Lichtseite der Erde (Morgen u. Mittag), im Ggstz von πρὸς ζόφον, Il. 12, 239 Od. 9, 26. 13, 240; noch Her. setzt πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς u. πρὸς ἑσπέρην sich entgegen, 7, 58; – das Tageslicht, der Tag, ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί Pind. Ol. 13, 36; φῶς ἓν ἡλίου Eur. Rhes. 447; ἡλίους μ υρίους διελϑών Hel. 658, vgl. El. 654; einzeln auch in Prosa; Sonnenschein, ἥλιος πολύς Luc. nav. 35; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσϑαι, in der Sonne liegen, Plut. Alex. 14. – Im plur. Sonnenstrahlen, οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει Thuc. 7, 87; vgl. Arist. H. A. 8, 7; öfter bei Sp., wie Ael. H. A. 16, 17; D. Per. 40.
-
11 αὐγή
αὐγή, (1) Glanz, Schimmer; ohne Zusatz ist ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο auf der Erde, Ggstz zur Unterwelt. Vom Blitz. (2) αὐγαί die Augen
См. также в других словарях:
αὐγαί — αὐγή light of the sun fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔγαι — Αὔγᾱͅ , Αὔγη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
ατέρμων — ον (Α ἀτέρμων, ον) [τέρμα] ο χωρίς τέρμα, ατέλειωτος («ατέρμονες συζητήσεις», «ἀτέρμων αἰών») νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγάλος 2. ο χωρίς αρχή και τέλος, κυκλοτερής ή κινούμενος κυκλοτερώς αρχ. φρ. 1. «ἀτέρμων πέπλος» πέπλος αδιέξοδος, ραμμένος στον … Dictionary of Greek
ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… … Dictionary of Greek
μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
φαεσίμβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει φως στους θνητούς («θεοῡ φαεσιμβρότου αὐγαί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαFε (πρβλ. φάε, γ εν. πρόσ. ενός αορ., βλ. και λ. φως) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψίμβροτος. Η μορφή φαε σι τού α… … Dictionary of Greek
φλόγεος — έα, ον, ΜΑ αυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, φλογερός («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», Ευρ.) αρχ. αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά 2. ερυθρός 3. μτφ. (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. εος (πρβλ … Dictionary of Greek