-
1 αίσπερ
-
2 αἷσπερ
См. также в других словарях:
αἷσπερ — αἷς , ὅς yas fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αίσπερ
2 αἷσπερ
αἷσπερ — αἷς , ὅς yas fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)