-
1 ἄϊκλον
-
2 άικλον
-
3 ἄικλον
-
4 αἶκλον
A the evening meal at Sparta, Epich.37, Alcm. 71, Polem. Hist.86, cf. Ath.4.139b:—also [full] αἶκνον, Hsch., Suid. -
5 ἄϊκλον
-
6 αἶκλον
αἶκλον (ἄϊκλον)Grammatical information: n.Meaning: `evening meal of the Spartans' (Epich.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 139 points to εἶκλον δεῖπνον H. and εἰκλεῖ δειπνεῖ H. and compares ἰκνείαν τροφεῖα H. and ἰκνεῖος τροφεύς. ` Ρόδιοι H. and rightly concludes to a substr. word, which may be formulated ( ἀ-)Ϝικλ\/ν- (not ἐ-Ϝικ- as there was no (prothetic) vowel ε); for the proth. vowels cf. ἀέροπ- \/ μέροπ- (the change between λ and ν may be secondary). (Comparison with αἰκάζει καλεῖ H. or αἰκάλλω is completely in the air.).Page in Frisk: 1,39Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἶκλον
-
7 ἐπ-άϊκλον
ἐπ-άϊκλον, τό, Ath. XIV, 664 e, u. plur. ἐπ-άϊκλα (s. αἶκλον), dor., der Nachtisch, τὰ μετὰ δεῖπνον τραγήματα, Persaeus bei Ath. IV, 140 e auch ἐπ-αίκλεια, τά, XIV, 642 e.
-
8 ἄϊκλον
αἶκλον (ἄϊκλον)Grammatical information: n.Meaning: `evening meal of the Spartans' (Epich.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 139 points to εἶκλον δεῖπνον H. and εἰκλεῖ δειπνεῖ H. and compares ἰκνείαν τροφεῖα H. and ἰκνεῖος τροφεύς. ` Ρόδιοι H. and rightly concludes to a substr. word, which may be formulated ( ἀ-)Ϝικλ\/ν- (not ἐ-Ϝικ- as there was no (prothetic) vowel ε); for the proth. vowels cf. ἀέροπ- \/ μέροπ- (the change between λ and ν may be secondary). (Comparison with αἰκάζει καλεῖ H. or αἰκάλλω is completely in the air.).Page in Frisk: 1,39Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄϊκλον
-
9 αίκλου
-
10 ἀίκλου
-
11 εἰκλεῖ
εἰκλεῖ· δειπνεῖ, and [full] εἶκλον· δεῖπνον, Hsch.; cf. αἶκλον. [full] εἰκνεῖται· ἄλλος αὐτὸν εἰσφέρει, Id. -
12 λυκαιχλίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκαιχλίας
-
13 συναικλία
συναικλία, ἡ, ([etym.] αἶκλον) [dialect] Lacon. for σύνδειπνον, Alcm.70 (pl.): written [[full] συν]αιγλία in SIG1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναικλία
-
14 τραγαλισμός
τρᾰγᾰλ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγαλισμός
-
15 ἐπάϊκλα
ἐπάϊκλα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάϊκλα
-
16 ἐπάϊκλον
ἐπ-άϊκλον, τό, u. ἐπ-αίκλεια, τά, der Nachtisch; auch ἐπ-αίκλεια, τά
См. также в других словарях:
αίκλον — αἶκλον και ἄικλον, το (Α) το βραδινό φαγητό, το δείπνο στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., πιθ. συγγενές με τη λ. αἰκάζει, «καλεί» τού Ησυχίου αμφίβολη είναι επίσης η σύνδεση τής λ. με το ρ. αἰκάλλω, «κολακεύω»] … Dictionary of Greek
ἄικλον — the evening meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίκλου — ἄικλον the evening meal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαΐκλεια — ἐπαΐκλεια και ἔπαικλα ή ἐπέκλεια ή ἐπάικλα, τα (Α) τα μετά το δείπνο, τα επιδείπνια ή επιδόρπια («ἐπαΐκλειά φασι καλεῑσθαι τὰ μετὰ τὸ δεῑπνον τραγήματα», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άικλον (ή αίκλον) «δείπνο»] … Dictionary of Greek
συναικλία — και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τραγαλισμός — ὁ, Μ [τραγαλίζω] αἶκλον* … Dictionary of Greek