-
41 δαφναίος
αία, ον см. δάφνινος -
42 δευτεραίος
αία, ον книжн, происходящий на второй день или каждые два дня -
43 διμηνιαίος
-
44 δρομαίος
αία, ο[ν] бегущий;быстрый, стремительный;έφυγε δρομαίος — он поспешно ушёл, он выбежал вон
-
45 εβδομαίος
αία, ον повторяющийся на седьмой день;εβδομαίος πυρετός — лихорадка, повторяющаяся на седьмой день
-
46 εγκεφαλονωτιαίος
αία, ο[ν] мед. спинномозговой, цереброспинальный;εγκεφαλονωτιαίοςο υγρό — спинномозговая жидкость
-
47 εδαφιαίος
αία, ον доходящий до земли;εδαφιαία υπόκλισις — или εδαφιαίος χαιρετισμός — низкий поклон
-
48 εκταίος
αία, αίον происходящий на шестой день или каждый шестой день -
49 ενδορραχιαίος
αία, ο[ν] спинномозговой;ενδορραχιαία παρακέντηση — спинномозговая пункция
-
50 εξαμηνιαίος
αία, ο[ν] шестимесячный, полугодовой -
51 επιστολιμαίος
αία, ον эпистолярный, изложенный в форме письма -
52 επταμηνιαίος
αία, ον см. επτάμηνος -
53 ευκταίος
αία, ον желательный, желанный, желаемый -
54 θηλαίος
αία, ο[ν] анат. грудной;θηλαίος μύς — грудная мышца
-
55 ιωβηλαίος
αία, αίο[ν] юбилейный -
56 κατακλυσμιαίος
αία, ο[ν] геол дилювиальный;§ κατακλυσμιαίοςαία βροχή — проливной дождь
-
57 κλοπιμαίος
αία, ον 1. ворованный, краденый;2. (τό) краденая вещь;τα κλοπιμαία — краденые вещи
-
58 κνημ(ι)αίος
αία, ο[ν] анат. берцовый -
59 κνημ(ι)αίος
αία, ο[ν] анат. берцовый -
60 κορυφαίος
αία, ο[ν] 1.1) находящийся на вершине, кульминационный; 2) ведущий, главный, первый (о человеке); 2. (ο) корифей
См. также в других словарях:
Αἴα — Αἴᾱ , Αἶα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴᾳ — Αἴᾱͅ , Αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
αἴᾳ — αἴ̱ᾱͅ , αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶα — Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴας — Αἴᾱς , Αἴας masc nom sg Αἴᾱς , Αἶα fem acc pl Αἴᾱς , Αἶα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰανῆ — αἰᾱνῆ , αἰανής eternal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek