-
1 αιθαλος
-
2 αίθαλος
-
3 αἴθαλος
-
4 αἴθαλος
-
5 αἴθαλος
-
6 αἴθαλος
αἴθᾰλ-ος, ὁ,A smoky flame, thick smoke, Hp.Mul.1.91 (as v.l. for αἰθάλη), E.Hec. 911 (lyr.), Semus 20, Lyc.55, etc.2 grape grown in Egypt, Plin.HN 14.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴθαλος
-
7 aethalus
-
8 αἰθαλόεις
αἰθαλόεις, εσσα, εν, 1) russig ( αἴϑαλος), Il. 18, 23 κόνιν αἰϑαλόεσσαν = 25 μέλαινα τέφρη, s. Aristonic. Scholl.; vgl. Od. 24, 316; μέγαρον Od. 22, 239, vgl. Il. 2, 415; ϑεός, d. i. Hephästus, Suid.; πέτευρον Theocr. 13, 13. – 2) feurig, κεραυνός Hes. Th. 72; φλὸξ αἰϑαλοῠσσα Aesch. Pr. 994; κεραύνιον πὖρ Eur. Phoen. 191; Sp. D.
-
9 αίθαλον
-
10 αἴθαλον
-
11 αιθάλου
αἴθαλοςsmoky flame: masc gen sgαἰθαλόωto soil with soot: pres imperat act 2nd sgαἰθαλόωto soil with soot: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
12 αἰθάλου
αἴθαλοςsmoky flame: masc gen sgαἰθαλόωto soil with soot: pres imperat act 2nd sgαἰθαλόωto soil with soot: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
13 αιθάλω
-
14 αἰθάλῳ
-
15 αιθάλων
αἴθαλοςsmoky flame: masc gen plαἰθαλόωto soil with soot: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)αἰθαλόωto soil with soot: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
16 αἰθάλων
αἴθαλοςsmoky flame: masc gen plαἰθαλόωto soil with soot: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)αἰθαλόωto soil with soot: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
17 aethalus
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > aethalus
-
18 αἰθάλη
-
19 αἰθαλόεις
A smoky, sooty,μέλαθρον Il.2.415
, cf. Theoc.13.13; κόνις αἰ. black ashes that are burnt out, Il.18.23, Od.24.316.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθαλόεις
-
20 αἶθοψ
A fiery-looking, in Hom. as epith. of metal, flashing,αἴθοπι χαλκῷ Il.4.495
, etc.; and of wine, sparkling (or ' fiery', cf. Epigr. ap. Luc.Dips.6),αἴθοπα οἶνον 4.259
, etc.; once of smoke, mixed with flame (cf. αἴθαλος), Od.10.152; αἶ. φλογμός, λαμπάς, E. Supp. 1019, Ba. 594 (both lyr.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αίθαλος — αἴθαλος, ο (Α) 1. πυκνός καπνός, καπνιά, μαυρίλα 2. (ως επίθ. αἴθαλος, ον) σταχτοκόκκινος, βλ. αιθαλόεις 3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο ανδρικό όνομα, που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, Αίθαλος (ai ta ro). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αἴθαλος — smoky flame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθάλου — αἴθαλος smoky flame masc gen sg αἰθαλόω to soil with soot pres imperat act 2nd sg αἰθαλόω to soil with soot imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθάλων — αἴθαλος smoky flame masc gen pl αἰθαλόω to soil with soot imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αἰθαλόω to soil with soot imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθάλῳ — αἴθαλος smoky flame masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθαλον — αἴθαλος smoky flame masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
αιθάλωσις — αἰθάλωσις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό αἰθαλώσεις) το μαύρισμα από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθαλῶ ή απευθείας από τη λ. αἴθαλος, πρβλ. και αἰετὸς ἀέτωσις] … Dictionary of Greek
αιθαλόεις — αἰθαλόεις, εσσα, εν (Α) [αἴθαλος] 1. ο γεμάτος αιθάλη, καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος 2. αυτός που καίει, πύρινος, φλογώδης 3. αυτός που έχει σταχτοκόκκινο χρώμα 4. στη Μυκηναϊκή το επίθετο μαρτυρείται έμμεσα σε πινακίδες τής Κνωσού και τής… … Dictionary of Greek
αιθόλιξ — αἰθόλιξ ( ικος), η (Α) φουσκάλα από έγκαυμα, φλύκταινα, καψοφουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω. με θεματ. παρέκταση λ πρβλ. επίσης αἰθάλη, αἴθαλος το τέρμα τής λ. ολ ιξ προήλθε πιθ. από επίδραση τής λ. πομφόλυξ «φυσσαλίδα», με την οποία είναι συγγενής… … Dictionary of Greek