-
1 αίσχεα
-
2 αἴσχεα
-
3 αἶσχος
αἶσχος, εος: (1) ugliness.— (2) disgrace, reproach, outrage; αἶσχος, λώβη τε (Od. 18.225), αἴσχεα καὶ ὀνείδεα (Il. 3.342), αἴσχἐ ἀκούω (Il. 6.524), αἴσχεα πόλλ' ὁρόων (Od. 1.229).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἶσχος
См. также в других словарях:
αἴσχεα — αἴ̱σχεα , αἶσχος shame neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)