-
1 αἰπολέω
A tend goats, Eup.13, Theoc.8.85;ᾐπόλει ταῖς αἰξίν Lys.Fr.25
:—[voice] Pass., ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι a flock tended by no herdsman, A.Eu. 196.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπολέω
-
2 αἰπολή
αἰπολ-ή, sineexpl.,Suid. -
3 αἰπολικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπολικός
-
4 αἰπόλιον
αἰπόλ-ιον, τό,A herd of goats,αἰπόλι' αἰγῶν Il.11.679
, al., cf. Hdt.1.126, S.Aj. 375 (lyr.), LXX Pr.24.66 (30.31).II goat-pasture, AP9.101 (Alph.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπόλιον
-
5 αἴπολος
αἴπολ-ος, ὁ,II αἰπόλος· κάπηλος (Cypr.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴπολος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский