-
1 αίλουρος
-
2 αἴλουρος
-
3 αἴλουρος
αἴλουρος, Arist.HA 540a10, Phgn. 811b9, or [full] αἰέλουρος, ὁ, ἡ, Hdt. and Comici ll. cc., S.Ichn.296:—II = ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, Ps.-Dsc.2.178; also αἰλούρου ὀφθαλμός, ὁ, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴλουρος
-
4 αἴλουρος
-
5 αἰέλουρος
Grammatical information: m. f.Meaning: Prob. `wild cat' or `weasel' (Hdt.),Other forms: also αἴλουρος (Arist.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The explanation from αἰόλος (\< *αἰελος) und οὑρά: `with moving tail', Buttmann Lexilogus 2, 68, Schmidt KZ 32, 324 after EM 34, 8 αἴλουρος παρὰ τὸ αἰόλλειν καὶ ἀνάγειν την οὑρὰν καὶ κινεῖν, seems still the best (though the - ε- is not unproblematic), though it could well be folk etymology. Ehrlich Betonung 128ff. derives the word from *ϜαιϜέρουρος, cognate with Lat. vīverra `ferret', Lith. vaĩveris `male of the polecat \/ pitchew'; see also Schrader KZ 30, 462, BB 15, 128. - It may be a loanword, adapted by folk etymology. From αἰε- we expect ᾱε-, not loss of the - ε-.Page in Frisk: 1,36Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰέλουρος
-
6 αίλουρε
-
7 αἴλουρε
-
8 αίλουροι
-
9 αἴλουροι
-
10 αίλουρον
-
11 αἴλουρον
-
12 αιελούρου
-
13 αἰελούρου
-
14 αιελούρους
-
15 αἰελούρους
-
16 αιελούρων
-
17 αἰελούρων
-
18 αιλούροις
-
19 αἰλούροις
-
20 αιλούροισι
См. также в других словарях:
αἴλουρος — cat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… … Dictionary of Greek
αίλουρος — ο η αγριόγατα: Αναρριχήθηκε στο δέντρο σαν αίλουρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰελούρου — αἴλουρος cat masc/fem gen sg αἰέλουρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰελούρους — αἴλουρος cat masc/fem acc pl αἰέλουρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰελούρων — αἴλουρος cat masc/fem gen pl αἰέλουρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούροις — αἴλουρος cat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούροισι — αἴλουρος cat masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούρου — αἴλουρος cat masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούρους — αἴλουρος cat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλούρων — αἴλουρος cat masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)