-
1 αίκα
-
2 αἴκα
-
3 αίκ'
-
4 αἴκ'
-
5 αίκαλον
αἴκᾱλον, αἰκάλλωflatter: aor imperat act 2nd sg (doric)αἰκάλλωflatter: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)αἰκάλλωflatter: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
6 αἴκαλον
αἴκᾱλον, αἰκάλλωflatter: aor imperat act 2nd sg (doric)αἰκάλλωflatter: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)αἰκάλλωflatter: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
7 αίχ'
-
8 αἴχ'
-
9 αικάς
-
10 ἀικάς
-
11 καίκα
-
12 καἴκα
-
13 γυνά
1 womanἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι N. 10.10
γυν]αικῶν ἑδνώσεται[ Pae. 4.4
ἀνδρὸς δοὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. the women of Lemnos, who killed their husbands:Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
“ ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (sc. Εὔφαμος) P. 4.50Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων P. 4.252
servant women: “ κωκυτῷ γυναικῶν” P. 4.113ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας N. 1.49
temple prostitutes: ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15. equivalent to παρθένος: “ θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” of Cyrene P. 9.30 οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν the daughter of Antaios P. 9.105 esp. wife: νηλὴς γυνά Klytaimnestra P. 11.22ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (pl. pro sing.: Dionysos, son of Zeus and Semele is meant) fr. 75. 12. -
14 αἰ
-
15 καἴκα
-
16 ἀγινέω
ἀγῑνέω, lengthd. [dialect] Ep. and [dialect] Ion. (also later [dialect] Dor., v. sub fin.) form of ἄγω, mostly used in [tense] pres. and [tense] impf. (with or without augm. in Hom.); inf. [tense] pres.Aἀγινέμεναι Od.20.213
: [tense] impf.ἀγίνεσκον Od.17.294
(ἠγίνεσκον Arat.111
): [tense] fut.ἀγινήσω h.Ap.57
, 249, al.:—lead, bring,νύμΦας.. ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ Il.18.493
;μῆλον ἀ. Od.14.105
;ἀ. αἶγας μνηστήρεσσι 22.198
;ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην Il.24.784
; freq. of offerings, dedications, etc.,δῶρα ἀγίνεον Hdt.3.89
, cf. 93,97, etc., Hp.Ep.27, Herod. 4.87, Call.Iamb.1.251, AP6.75 (Paul. Sil.);πλοῦτον ἀ. εἰς ἀρετήν Crates Theb.10.8
;ληιάδας ἀ.
lead captive,A.R.
1.613;ἄνθεα τοσσάπερ ὧραι ποικίλ' ἀγινεῦσι Call.Ap.82
; τέτρατον ἦμαρ ἀ., of the moon, Arat.792; keep, observe,παιγνίην Herod.3.55
:—[voice] Med., cause to be brought,ἐς τὸ ἱρὸν ἀγινεόμενος γυναῖκας Hdt.7.33
:—[voice] Pass., Arr.Ind. 32.7; ap. Stob. 4.1.94.
См. также в других словарях:
αἴκα — ἐάν if haply doric (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴκ' — αἴκα , ἐάν if haply doric (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴκαλον — αἴκᾱλον , αἰκάλλω flatter aor imperat act 2nd sg (doric) αἰκάλλω flatter aor ind act 3rd pl (homeric ionic) αἰκάλλω flatter aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴχ' — αἴκα , ἐάν if haply doric (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καἴκα — αἴκα , ἐάν if haply epic doric (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀικάς — ἀϊκά̱ς , ἀική rapid motion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Christofileika — Christofilaiika, Christofilaiika or Hristofileika (Greek: Χριστοφιλαίικα, formerly: Χριστοφιλέικα, from Christos + fylos + έικα eika , an older form of αικα aika ) rarely Khristofilaiika or Khristofileika is a settlement located in the… … Wikipedia
κήκα — κἤκα (Α) (δωρ. τ. τής κράσεως καὶ αἴκα) καὶ εἴκα … Dictionary of Greek
καίκα — καἴκα (Α) (κράση αντί καὶ αἴκα) και αν, και αν τυχόν … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek