-
1 αίθρανος
-
2 αἴθρανος
-
3 αἴθρανος
αἴθρανος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴθρανος
См. также в других словарях:
αἴθρανος — foot warmer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αίθρανος
2 αἴθρανος
3 αἴθρανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴθρανος
αἴθρανος — foot warmer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)