-
1 αἰητός
-
2 αιητός
-
3 αἰητός
-
4 αἰητός
-
5 αἴητος
-
6 αἴητος
αἴητος: epith. of Hephaestus, πέλωρ αἴητον, ‘terrible;’ ‘puffing’ (if from ἄημι), Il. 18.410†. By some thought to be the same word as ἄητος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἴητος
-
7 αἴητος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἴητος
-
8 αιητος
-
9 αίητον
-
10 αἴητον
-
11 αἰετός
Grammatical information: m.Meaning: `eagle' (Il.).Etymology: From *αἰϜετος \< *αϜι-ετός, cf. Lat. avis. - ετο- as in νιφετός, πυρετός; Schwyzer 501. ( Αἴητός does not allow the conclusion of a substr. word, Fur.115 n.4.) Not Semitic (Astour JAOS 86, 1966, 278B).Page in Frisk: 1,36Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰετός
-
12 ἀητός
-
13 αετος
эп.-ион. αἰετός, дор. αἰητός (ᾱ) ὅ1) орел (как птица, посвященная Зевсу - Διὸς φίλτατος οἰωνῶν Hom., Διὸς ἀρχὸς οἰωνῶν Pind., Διὸς πτηνὸς κύων Aesch.)ἀ. ἐν νεφέλαισι погов. Arph. — орел в облаках (ср. «журавль в небе»)
2) воен. орел ( знак или знамя войсковой части у персов и римлян)(ἀ. χρυσοῦς ἐπὴ δόρατος Xen.; ἄρασθαι τὸν ἀετόν Plut.)
3) архит. фронтон, щипец Pind.4) «орел» ( рыба из группы скатов) Arst. -
14 αιήτου
-
15 αἰήτου
-
16 ἀετός
ἀετός, [dialect] Ep., Lyr., [dialect] Ion., and early [dialect] Att. [full] αἰετός (v. fin.), οῦ, ὁ,A eagle, as a bird of omen,αἰ. τελειότατον πετεηνῶν Il.8.247
, cf. 12.201, Od. 2.146 (cf. 11): favourite of Zeus,ὅστε σοὶ αὐτῷ φίλτατος οἰωνῶν Il. 24.310
, cf. Pi.P.1.6;Διὸς.. πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰ. A.Pr. 1022
, cf. Ag. 136;ὁ σκηπτροβάμων αἰ., κύων Διός S.Fr. 885
:—prov.,αἰετὸς ἐν ποτανοῖς Pi.N.3.80
; αἰετὸς ἐν νεφέλαισι, of a thing quite out of reach, Ar.Av. 987; ἀετὸν κάνθαρος μαιεύσομαι (v. μαιεύομαι):—the diff. kinds are distinguished by specific names, Arist.HA 618b18sqq.3 the constellation Aquila, Arat.591, Ptol. Tetr. 27, etc. -
17 ἀητέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀητέομαι
-
18 ἄητος
ἄητος (A) ὁ,------------------------------------ἄητος (B), ον, only in phraseAθάρσος ἄητον Il.21.395
(=θάρσος ἄᾱτον Q.S.1.217
); also [full] ἄητοι; ἀκόρεστοι, ἄπληστοι, and [full] ἀήτους· μεγάλας (A.Fr.3), Hsch. [full] ἄητος (C) · ὁ ἀκατάπαυστος, Hdn Gr.1.220; perh. insatiate ([etym.] ἄω); cf. αἴητος. -
19 ἀήσυλος
Grammatical information: adj.Meaning: Ε 876 ἀήσυλα ἔργα (hapax).Other forms: αἰήσυλον ἄνομον, κακοποιόν H.Origin: XX [etym. unknown] PGX [probably a word of Pre-Greek origin] [probably a word of Pre-Greek origin]Etymology: One proposes alteration of αἴσυλος `unseemly, evil' ( αἴσυλα ῥέζειν Ε 403 etc.) (after ἄημι?, ἀήσυρος?). Otherwise Bechtel Lex., Brugmann Sächs. Ber. 1901, 94. Fraenkel Gl. 34, 1955, 307ff proposes *α(Ϝ)ισσυλα, from ἶσος; very doubtful. Fur. 253 points to the gloss with αι-, which implies a substr. word (he connects ἄητος, which may have a variant αἴητος).Page in Frisk: 1,27Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀήσυλος
-
20 ἄητος
Grammatical information: adj.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. H. ἄητοι ἀκόρεστοι, ἄπληστοι; ἀήτους μεγάλας. Αἰσχύλος ᾽Αθάμαντι. Hdn. Gr. 1,220 ἄητος ὁ ἀκατάπαυστος. The first explanation connects the word with ἄμεναι, ἆσαι; it would then differ from ἄατος, ἆτος through the long vowel (which is not probable). Perhaps the same word as αἴητος ( πέλωρ αἴητον Σ 410 said of Hephaistos). If so, the variation α\/αι might point to a substr. word (metrical lengthening is improbable, α \< αι impossible); FUR 253 (but his connection with ἀήσυλος is quite uncertain). Palmer, Interpretation 339 connects the word said of Hephaistos with Myc. ajameno as `artist'; improbable. Not to ἄημι, LfgrE. S. Sabbadini Riv. studi class. 15 (1967) 78-84.See also: ἆσαι `satiate'Page in Frisk: 1,27Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄητος
См. также в других словарях:
αίητος — αἴητος, ον (Α) (επίθ. τού Ηφαίστου) ο άητος* … Dictionary of Greek
αιητός — αἰητός, ο (Α) δωρικός τύπος αντί τού αιετός* … Dictionary of Greek
αἰητός — ἀετός eagle masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴητον — αἴητος masc/fem acc sg αἴητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰήτου — αἴητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek