-
1 αἴγειος
-
2 αἴγειος
αἴγειος, von Ziegen, ziegenledernder Schlauch, Ziegenkäse -
3 capreus
capreus, a, um = αἴγειος, von Ziegen, Prisc. 3, 40. p. 112, 16 K. – Nbf. ficus caprius = caprificus (w. s.), Gromat. vet. 352, 3.
-
4 αἴγεος
-
5 capreus
capreus, a, um = αἴγειος, von Ziegen, Prisc. 3, 40. p. 112, 16 K. – Nbf. ficus caprius = caprificus (w. s.), Gromat. vet. 352, 3.
См. также в других словарях:
αίγειος — αἴγειος, εία, ειον (Α) (επικ. εκτεταμ. τ. αντί τού αἴγεος) 1. αυτός που ανήκει στην αίγα ή προέρχεται από αίγα, γιδίσιος, κατσικίσιος 2. ο κατασκευασμένος από δέρμα κατσίκας, από γιδοτόμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + επίθημα ειος. ΣΥΝΘ. μσν. αἴγειο… … Dictionary of Greek
Αἴγειος — of a goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγειος — of a goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγείων — Αἴγειος of a goat fem gen pl Αἴγειος of a goat masc/neut gen pl Αἰγεῖον temple of Aegeus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείων — αἴγειος of a goat fem gen pl αἴγειος of a goat masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴγειον — Αἴγειος of a goat masc acc sg Αἴγειος of a goat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγειον — αἴγειος of a goat masc acc sg αἴγειος of a goat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγείαις — Αἴγειος of a goat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείαις — αἴγειος of a goat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγείη — Αἴγειος of a goat fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείη — αἴγειος of a goat fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)