-
1 αίγαγρος
-
2 αἴγαγρος
-
3 αιγαγρος
-
4 αἴγαγρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴγαγρος
-
5 αίγαγρος
ο козерог, дикий козёл; серна -
6 αίγαγρος
οGämse f -
7 αἴγαγρος
-
8 αίγαγρος
dağ keçisi -
9 αίγαγρος
1) bouquetin2) chamois -
10 bouquetin
αίγαγρος -
11 козерог
1. зоол. о αίγαγρος, ο αιγόκερως, το αγριόγιδο 2. астр. о Αιγόκερως (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > козерог
-
12 серна
зоол. о αίγαγρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серна
-
13 дикий
ди́к||ийприл1. ἄγριος, ἀνήμερος:\дикий голубь τό ἀγριοπερίστερο· \дикий козел ὁ αίγαγρος· \дикийая коза ἡ ἀγριόγιδα, τό ἀγριοκάτσικο· \дикий кабан τό ἀγριογούρουνο· \дикий осел ὁ ἀγριογάϊδαρος· \дикийая утка ἡ ἀγριόπαπια· \дикийие племена οἱ ἄγριες φυλές· \дикийое растение τό ἄγριο φυτό, τό ἀγριοβότανο· \дикий виноград τό ἀγριόκλη-μα· \дикийая яблоня ἡ ἀγριομηλιά·2. (пустынный) ἔρημος, ἄγριος:\дикийая местность ὁ ἀγριότοπος, ὁ ἐρημότοπος· \дикийие скалы τά κατσόβραχα·3. (грубый, необузданный) ἄγριος, ἀτίθασος:\дикийие нравы τά ἄγρια ήθη· 4, (нелепый, несуразный) ἐξωφρενικός, ἀνήκουστος, παράλογος:\дикийая выходка ὁ ἐξωφρενισμός. -
14 козерог
козерогм зоол. ὁ ἀϊγαγρος. -
15 серна
сернаж эоол. ὁ ἀϊγαγρος, ἡ ἀγριόγιδα. -
16 αίγαγροι
-
17 αἴγαγροι
-
18 αίγαγρον
-
19 αἴγαγρον
-
20 αιγάγροις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἴγαγρος — the wild goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίγαγρος — Βλ. λ. αγριοκάτσικο. * * * ο (Α αἴγαγρος) άγρια κατσίκα, αγριοκάτσικο, αγρινό, αγρίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ἀγρός. Η λ. ἀγρός χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως β συνθ. σε μια σειρά από σύνθετα, στα οποία σημαίνει «τον άγριο»: σύαγρος, «άγριος συς» … Dictionary of Greek
αίγαγρος — ο το αγριοκάτσικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοκάτσικο ή αίγαγρος — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό που ζει στις ορεινές περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής. Σε ορισμένες περιοχές τείνει να εκλείψει εξαιτίας του κυνηγιού, γι’ αυτό προστατεύεται από αυστηρές διατάξεις. Με το… … Dictionary of Greek
αἰγάγροις — αἴγαγρος the wild goat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγάγρου — αἴγαγρος the wild goat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγάγρους — αἴγαγρος the wild goat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγάγρων — αἴγαγρος the wild goat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγάγρῳ — αἴγαγρος the wild goat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγαγροι — αἴγαγρος the wild goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγαγρον — αἴγαγρος the wild goat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)