-
1 φωνεω
1) (громко) говорить, произносить, возглашать(θεᾶς ὄπα φωνησάσης Hom.)
φ. τέν φάτιν Soph. — громко говорить, кричать;ἃν (= ἃ ἂν) λέγῃς δέ, μέ φώνει μέγα Soph. — то, что скажешь, не говори громко;ἥ δ΄ ἔπος φάτο φώνησέν τε Hom. — она обратилась со (следующими) словами;ἔξοιδα φύσει σε μέ πεφυκότα τοιαῦτα φ. Soph. — знаю, что не таков ты, чтобы говорить подобные вещи;φωνῆσαί τινί τι Soph. — рассказать кому-л. о чем-л.;τὰ φωνηθέντα Plat. — произнесенные слова, сказанное2) велеть, приказывать(φ. τινα ποιεῖν τι Soph.)
3) петь(ἀοιδὸς φωνέων Theocr.; ἀλέκτωρ ἐφώνησε NT.)
5) звучать, раздаваться(σύριγγος πνοὰ φωνεῖ Eur.)
φωνοῦντα γράμματα Eur. — гласные звуки6) звать, призывать(τοὺς φίλους NT.)
Αἴαντα φωνῶ Soph. — я тебя зову, Эант
См. также в других словарях:
φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek