-
1 κεν-όδοντις
κεν-όδοντις ( fem. von einem nicht vorkommenden κενόδους), ἀγρεῖφνα, zahnlos, Phani. 4 (VI, 297).
-
2 κεν-αυχής
κεν-αυχής, ές, = κενεαυχής; κάλλος Ep. ad. 34 (XII, 145); Plut. Consol. ad Apoll. p. 321 vrbdt ἀβέλτεροι καὶ κεναυχεῖς.
-
3 κεν-εγ-κράνιος
κεν-εγ-κράνιος, leer an Gehirn, Schol. Iuvenal. 15, 23.
-
4 κεν-εμ-βατέω
κεν-εμ-βατέω, ins Leere, Hohle treten, eigtl. von der Sonde, ins Hohle treffen, Medic.; einen Fehltritt thun, Phot. σκαιεμβατεῖν; Plut. sagt ὁ ἀὴρ οὐκ ἀντερείδει τοῖς πετομένοις, ἀλλ' ὀλίσϑημα ποιεῖ ὥςπερ κενεμβατοῦσι, Flamin. 10, u. vrbdt κενεμβατοῦν καὶ σφαλλόμενον, de Alex. fort. 2, 4; vgl. Luc. somn. 26.
-
5 κεν-εμ-βάτησις
κεν-εμ-βάτησις, ἡ, das Fehltreten, von der Sonde, das Treffen ins Hohle, Galen.
-
6 κεν-αγγία
κεν-αγγία, ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.
-
7 κεν-αγγής
κεν-αγγής, ές, die Gefäße, den Magen leerend, aushungernd, ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ Aesch. Ag. 181.
-
8 κεν-ανδρία
κεν-ανδρία, ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.
-
9 κεν-ήριον
κεν-ήριον, τό, leeres Grab, wie κενοτάφιον; Euphorio bei Schol. Ar. Lys. 646; Agath. 90 (VII, 569); Lyc. 370.
-
10 κέν
κέν, vor Vocalen, = κέ, w. m. s.
-
11 κέν-ελπις
-
12 κέν-ανδρος
κέν-ανδρος, männer-, menschenleer; ἄστυ Aesch. Pers. 118; πόλις Soph. O. C. 921; χώρα VLL. Nach Phot. auch = κενὸς ἀνήρ.
-
13 ἐπεί κεν
-
14 κεναγγής
κεν-αγγής, ές, die Gefäße, den Magen leerend, aushungernd -
15 κεναγγία
κεν-αγγία, ἡ, (Leerheit der Gefäße); Hunger -
16 κενανδρία
κεν-ανδρία, ἡ, Mangel an Männern od. Menschen -
17 κένανδρος
κέν-ανδρος, männer-, menschenleer -
18 κενεγκράνιος
-
19 κένελπις
κέν-ελπις, mit eitler, nichtiger Hoffnung -
20 κενεμβατέω
κεν-εμ-βατέω, ins Leere, Hohle treten, eigtl. von der Sonde, ins Hohle treffen; einen Fehltritt tun
См. также в других словарях:
κεν — και κε (Α) (δυνητ. μόριο) αν. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με … Dictionary of Greek
κέν — κεν , ἄν 1 he came epic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κεν — ἄν 1 he came epic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέν' — κενά , κενός empty neut nom/voc/acc pl κενά̱ , κενός empty fem nom/voc/acc dual κενά̱ , κενός empty fem nom/voc sg (doric aeolic) κενέ , κενός empty masc voc sg κεναί , κενός empty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόουτς, Κεν — (Ken Loach, Γιορκσάιρ 1936 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη, υπερίσχυσε τελικά η αγάπη του για τη σκηνοθεσία. Βασικό μέλος του κινήματος free cinema, που εκδηλώθηκε στην πατρίδα του … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
γεγήρακεν — γεγήρᾱκεν , γηράσκω grow old perf ind act 3rd sg (attic) γεγήρᾱκεν , γηράσκω grow old plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) γεγήρᾱκεν , γηράω grow old perf ind act 3rd sg (attic) γεγήρᾱκεν , γηράω grow old perf ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπέρακεν — πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through perf ind act 3rd sg (attic) πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through perf ind act 3rd sg (doric aeolic) πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) πεπέρᾱκεν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφύρακεν — πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing perf ind act 3rd sg (attic) πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing perf ind act 3rd sg (doric aeolic) πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing plup ind act 3rd pl (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)