-
1 μαθήσει
μάθησιςthe act of learning: fem nom /voc /acc dual (attic epic)μαθήσεϊ, μάθησιςthe act of learning: fem dat sg (epic)μάθησιςthe act of learning: fem dat sg (attic ionic)μανθάνωlearn: fut ind mid 2nd sg -
2 συγγενής
συγγεν-ής, ές,A congenital, inborn,ἦθος Pi.O.13.13
;εὐδοξία Id.N.3.40
; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1;νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2
; ; παύροις.. ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag. 832;ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10
; πότμος ς. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT 1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA 518a18, 584a24; σημεῖα ς. birth-marks, ib. 585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph. 1047b31; αὔξει τὸ ς. increases its natural force, Id.EN 1119b9. Adv., - νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF 1293; v. σύμφυτος.II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl. 229: abs., akin, cognate,θεός A.Pr.14
; ; ; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17;σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr. 855
; of animals, Arist.HA 539a23, GA 747a31, al.: hence,b Subst., kinsman, relative, (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av. 368 (troch.);πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R. 378c
; ;γάμει τὴν συγγενῆ Id.929
: freq. in pl., οἱ ς. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children ([etym.] ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); .c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr. 291 (anap.), S.El. 1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι ς. if he had any connexion with him, S.OT 814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.2 metaph., akin, cognate, of like kind,τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq. 1280
(troch.), cf. Th. 574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach. 789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R. 611e
;τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg. 814d
;τοῖς.. λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA 788b9
, cf. Rh. 1398a21 ([comp] Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας ς. Pl.Phlb. 31a, cf. Phd. 79d, R. 403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo. 76a1;τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh. 1405a35
;σ. τέχναι Stoic.2.30
; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ ς. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv.,συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg. 897c
;σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1
(codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενής
-
3 σύνοιδα
A , [dialect] Ion.συνοίδαμεν Hdt.9.60
, [ per.] 3pl.συνίσᾱσι S.El.93
(anap.), Isoc.8.113, X. Cyr.3.1.9, etc. (rarelyσυνοίδασι Lys.11.1
, Plb.27.9.11); imper. ; inf.ξυνειδέναι S.Ant. 266
: [tense] plpf. with [tense] impf. sense, συνῄδειν, [dialect] Att. συνῄδη, dual συνῄστην, pl. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν, [dialect] Ion.[ per.] 2pl.συνῃδέᾰτε Hdt.9.58
: [tense] fut. συν ([etym.] ξυν-) είσομαι Ar.Ec.17, V. 999, X.HG2.4.17 (rarelyσυνειδήσω Isoc.1.16
, and [tense] aor. part.- ειδήσας Phld.Lib. p.32
O.):— know something about a person, esp. as a potential witness for or against him, ἢ (sc. Δίκη) ; τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν to both of which I, knowing them true of you, can testify, Hdt.5.24; ; ; τὰ Μηδικὰ καὶ ὅσα αὐτοὶ σύνιστε our other services to which you can testify, Th.1.73; (troch.);συνοίδαμεν ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι Hdt.9.60
; ὑπολαμβάνων παρ' ὑμῶν ἑκάστῳ τὸ συνειδὸς ὑπάρχειν μοι believing that I can rely on your acknowledgement of my services, D.18.110; τί μοι σύνοισθα τοιοῦτον εἰργασμένῳ; X.Smp.4.62;σύνοιδα τῷ μειρακίῳ κοσμίῳ τὸν πρότερον ὄντι χρόνον ἀεί Men.Sam.57
;πότερον οὐ συνοίδασιν αὐτῷ ποιοῦντι τὰ δίκαια Plb.27.9.11
; ξυνειδὼς οὐ φράσεις; S.OT 330;ἵνα τούτῳ ταῦτα συνειδῶμεν Pl.Prt. 348b
;ἐρῶ.. ἂ σύνοιδα αὐτῷ X.Mem.2.7.1
; οὐκ αἰσχυνοῦμαι.. εἰπεῖν (v.l.)ἅπασιν ὅσα σύνοιδ' αὐτῷ κακά Ar.Fr. 200
; ; θνῄσκοντι συνείσῃ (cj. Reiske for συνοίσῃ) thou wilt witness my death, S.Ph. 1085 (lyr.);διὰ δικαιοσύνην, τήν οἱ ἄλλην συνῄδεε ἐοῦσαν Hdt.7.164
;τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ' S.OC 948
; δύ' ἡμῶν ἢ τρία κακὰ ξυνειδὼς εἶπε δρώσας μυρία (sc. Εὐριπίδης) Ar.Th. 475, cf. 553;ἀφανίζει τὸν παῖδα, ὃς συνῄδει περὶ τῶν χρημάτων Isoc.17.11
, cf. Men.Epit. 210;τῆς ἁρπαγῆς τοῦ παιδὸς εἰ ξύνοισθά τι, ταχέως λέγειν χρή Antiph.74.3
; καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν; A.Ch. 216; σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην ib. 217; σύνοιδα τοῖς πλείστοις αὐτῶν ἥκιστα χαίρουσι I can bear witness that most of them are far from pleased.., Isoc.7.50; with a mixture of dat. and acc.constr.,συνίσασι γὰρ αὐτῷ.. καθιστάμενον, ἐκ δὲ τούτων.. δυνάμενον Id.15.120
;ἐγώ σοι σ... ἀνιστάμενον καὶ.. βαδίζοντα καὶ ἀναπείθοντα X.Oec.3.7
; freq. with reflex. Pron. in dat.,ἔμ' αὔτᾳ τοῦτο σύνοιδα Sapph.15
; ἐξ ὧν αὐτὸς σύνοισθα σαυτῷ ἐν τῇ τῶν γραμμάτων μαθήσει from your experience of yourself.., Pl.Tht. 206a; σύνοιδ' ἐμαυτῇ πολλὰ ([etym.] δείν') Ar.Th. 477, cf. X.Mem.2.9.6, Pl.R. 331a; ; ;συνειδὼς ἐμαυτῷ ἀμαθίαν Pl.Phdr. 235c
;τὴν πατρίδα, εἰς ἢν τοσαύτην εὔνοιαν ἐμαυτῷ σύνοιδα D.Ep.2.20
;σ. ἑαυτοῖς ἄγνοιαν Arist.EN 1095a25
;σ. αὑτῷ τὴν δειλίαν Id.HA 618a26
; ap. Stob.3.24.13, cf. Isoc.3.59, LXX Jb.27.6, 1 Ep.Cor.4.4; συνειδότες αὑτοῖς with full consciousness, Polystr.p.15 W.:—with part.a in nom., πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ' ἐγὼ ξυνείσομαι, φεύγοντ' ἀπολύσας ἄνδρα; Ar.V. 999; ;ὅστις τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς X.An.2.5.7
;σύνισμεν ἡμῖν αὐτοῖς ἀπὸ παίδων ἀρξάμενοι ἀσκηταὶ ὄντες τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων Id.Cyr. 1.5.11
; συνειδέναι σαυτῷ δοκεῖς οὐπώποτ' ἀμελήσας αὐτῶν ib.1.6.4, cf. 3.3.38, HG2.3.12; ; .b in dat., ; ; ;συνειδόθ' αὑτῷ φαῦλα διαπεπραγμένῳ Philem.229
.2 c. dat. rei, know something about a thing,τοῖς διὰ τῶν εἰκότων τὰς ἀποδείξεις ποιουμένοις λόγοις σύνοιδα οὖσιν ἀλαζόσιν Pl.Phd. 92d
;διὰ τὸ συνειδέναι τοῖς σφετέροις πράγμασι τετρυ[μ]μένοις καὶ κάμνουσιν ἤδη τῷ πολέμῳ Plb.1.62.7
;σε.. συνειδότα τοῖς πρὸς ἐμὲ σοὶ πεπολιτευμένοις Phalar.Ep. 109
; καιρὸς.. σὲ εἰπεῖν ἃ σύνοισθα τῷ βίῳ ἑκάστῳ what you know about each life, Luc.Gall.15.II share the knowledge of something with somebody, to be implicated in or privy to it, οὐδὲ ξυνῄδει σοί τις ἔκθεσιν τέκνου; E. Ion 956;δουλοῖ γὰρ ἄνδρα,.. ὅταν ξυνειδῇ μητρὸς ἢ πατρὸς κακά Id.Hipp. 425
; ξύνοιδε δ' οὔτις οἰκετῶν νόσον ib. 40;συνίσασί σοι πάντα ὅσα ἔπραξας X.Cyr.3.1.9
;ξυνίσασ' εὐναὶ.. ὅσα θρηνῶ S.El.93
(anap.);πλῆθος ὃ ξυνῄδει Th.4.68
; ξυνειδώς τις ibid.;ὁ συνειδὼς καὶ μὴ φράζων Pl.Lg. 742b
;οἱ ξυνειδότες σφίσι Th. 1.20
;οἱ συνειδότες πεποιηκότι τι δεινόν Arist.Rh. 1382b6
;σύνοισθά που καὶ αὐτὸς ὅτι.. Pl.Phdr. 257d
;σύνισμεν ὡς.. Id.Sph. 232c
;σύνοιδέ μοι εἰ ἐπιορκῶ X.An.7.6.18
; συνειδέναι δὲ (sc. τὰς μαντηΐας)καὶ τοὺς Πυθίους Hdt.6.57
;συνειδυίας καὶ τῆς γυναικός Act.Ap.5.2
:— with part.a in dat., ;εἰ μὴ συνῄδη Σωκράτει τε καὶ Ἀγάθωνι δεινοῖς οὖσι περὶ τὰ ἐρωτικά Pl.Smp. 193e
.b in acc.,ἀνδράποδα, ἂ συνῄδει τὴν γυναῖκα.. θάνατον μηχανωμένην Antipho 1.9
, cf. Pl.Lg. 773b, 870d, D.49.58, 59.67, 61.23.III know well, αὐτὸς ξυνειδώς, ἢ μαθὼν ἄλλου πάρα; as from his own knowledge, or.. ? S.OT 704; so also (unless there is ellipse of reflex. Pron.)σύνοιδα δείν' εἰργασμένος E. Or. 396
; .IV c. dat. rei. to be privy to, BGU1141.50 (i B.C.); τῷ φόνῳ Sch.Hermog. in Rh.4.355 W.V τὸ συνειδός complicity,τὸ σ. τοῦ πράγματος Plu.Publ.4
; consciousness,τοῦ ἐνδεοῦς Id.2.84d
.2 conscience,ὑπὸ συνειδότος ἐπαρρησιάζετο ἀγαθοῦ Paus.7.10.10
, cf. Hld.6.7, Alciphr.1.10.5, Chor.p.38 B.VI ὡς ἂν συνειδῇς as you may think proper, Aët.13.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοιδα
См. также в других словарях:
μαθήσει — μάθησις the act of learning fem nom/voc/acc dual (attic epic) μαθήσεϊ , μάθησις the act of learning fem dat sg (epic) μάθησις the act of learning fem dat sg (attic ionic) μανθάνω learn fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσκάζω — ΜΑ κουτσαίνω λίγο αρχ. παροιμ. «εἰ χωλῷ παροικήσεις, ὑποσκάζειν μαθήσει» δηλώνει ότι συχνά η πρόσκτηση ορισμένων, συνήθως αρνητικών, συνηθειών οφείλεται στις κακές συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάζω «χωλαίνω, κουτσαίνω»] … Dictionary of Greek