-
1 αιρεσιάρχη
-
2 αἱρεσιάρχῃ
См. также в других словарях:
αἱρεσιάρχῃ — αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρεσιαρχικός — ή, ό [αιρεσιάρχης] 1. αυτός που αναφέρεται στον αιρεσιάρχη ή στην αιρεσιαρχία 2. αυτός που τείνει στη δημιουργία αιρέσεως, νεωτεριστικός, επαναστατικός … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
ερμογενιασταί — ἑρμογενιασταί, oἱ (Μ) [Ερμογένης] οπαδοί τού αιρεσιάρχη Ερμογένη … Dictionary of Greek
πάμπληξ — πάμπληξ, ηγος, ὁ (Μ) (για τον αιρεσιάρχη Νεστόριο) αυτός που έχει καταληφθεί εντελώς από μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλήξ, ῆγος (< πλήττω*), πρβλ. οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek