-
1 αιρεσιάρχας
αἱρεσιάρχᾱς, αἱρεσιάρχηςleader of a school: masc acc plαἱρεσιάρχᾱς, αἱρεσιάρχηςleader of a school: masc nom sg (epic doric aeolic) -
2 αἱρεσιάρχας
αἱρεσιάρχᾱς, αἱρεσιάρχηςleader of a school: masc acc plαἱρεσιάρχᾱς, αἱρεσιάρχηςleader of a school: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
αἱρεσιάρχας — αἱρεσιάρχᾱς , αἱρεσιάρχης leader of a school masc acc pl αἱρεσιάρχᾱς , αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)