Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἱρεσιαρχῶν

См. также в других словарях:

  • αἱρεσιαρχῶν — αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • σχισματοποιός — όν, ΝΑ εκκλ. αυτός που γίνεται αίτιος δημιουργίας σχίσματος («αἱρεσιαρχῶν καὶ σχισματοποιῶν», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα, ατος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»