-
1 αἱρέσιμος
αἱρέσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱρέσιμος
-
2 αιρέσιμον
αἱρέσιμοςthat can be taken: masc /fem acc sgαἱρέσιμοςthat can be taken: neut nom /voc /acc sg -
3 αἱρέσιμον
αἱρέσιμοςthat can be taken: masc /fem acc sgαἱρέσιμοςthat can be taken: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
αιρέσιμος — η, ο (Α αἱρέσιμος, ον) [< αἱροῡμαι] νεοελλ. εκλέξιμος [< αἱρῶ] αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να κυριευθεί, αλώσιμος … Dictionary of Greek
αἱρέσιμον — αἱρέσιμος that can be taken masc/fem acc sg αἱρέσιμος that can be taken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek