-
1 αἱματουργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματουργός
-
2 αιματουργόν
-
3 αἱματουργόν
См. также в других словарях:
αιματουργός — αἱματουργός, όν (Μ) αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ουργός < ἔργον] … Dictionary of Greek
αἱματουργόν — αἱματουργός murderous masc acc sg αἱματουργός murderous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek