-
1 αἱμασιώδης
αἱμᾰσιώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμασιώδης
-
2 αιμασιώδη
αἱμασιώδηςlike a: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αἱμασιώδηςlike a: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αἱμασιώδηςlike a: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 αἱμασιώδη
αἱμασιώδηςlike a: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αἱμασιώδηςlike a: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αἱμασιώδηςlike a: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
4 αιμασιώδεις
αἱμασιώδηςlike a: masc /fem acc plαἱμασιώδηςlike a: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 αἱμασιώδεις
αἱμασιώδηςlike a: masc /fem acc plαἱμασιώδηςlike a: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
αιμασιώδης — αἱμασιώδης, ες (Α) [αιμασιά] ο όμοιος με αιμασιά … Dictionary of Greek
αἱμασιώδη — αἱμασιώδης like a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἱμασιώδης like a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἱμασιώδης like a masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιώδεις — αἱμασιώδης like a masc/fem acc pl αἱμασιώδης like a masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek