-
1 αιμασιά
αἱμασιά̱, αἱμασιάwall: fem nom /voc /acc dualαἱμασιά̱, αἱμασιάwall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 αἱμασιά
αἱμασιά̱, αἱμασιάwall: fem nom /voc /acc dualαἱμασιά̱, αἱμασιάwall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αιμασιά
-
4 αἱμασιᾷ
-
5 αἱμασιά
αἱμᾰσιά, ἡ,A wall of dry stones, αἱμασιάς τε λέγειν to lay walls, Od.18.359;αἱ. λέξοντες 24.224
, cf. Hdt.2.69, Theoc.7.22;αἱ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138
: of the walls of a city or fortress, Id.1.180, 191, Th.4.43;αἱ. περιοικοδομῆσαι D.55.11
;ἐφ' αἱμασιῇσιν ἥμενος Theoc.1.47
, cf. IG12(3).248 ([place name] Anaphe).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμασιά
-
6 αἱμασιά
Grammatical information: f.Meaning: `wall around a terrain', of stone (thus Hdt. 2, 138) or thorns (Od.), cf. αἱμοί δρυμοί. Αἰσχύλος Αἰτναίαις H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Compared with Lat. saepes (e.g. Specht KZ 68, 124, who tries to explain p: m morphologically). Fur. 223 finds the variation in other non-IE loans, e.g. Πενέσται \/ Μ. (Schwyzer 333 Zus. 2), γέφυρα \/ Arm. kamurǰ. On the accentuation Scheller Oxytonierung 87f., on the meaning Picard Rev. Arch. 1946, 68f.Page in Frisk: 1,39Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἱμασιά
-
7 αιμασιάν
-
8 αἱμασιάν
-
9 αιμασιάς
-
10 αἱμασιάς
-
11 αιμασιάς
-
12 αἱμασιᾶς
-
13 αιμασιή
-
14 αἱμασιῇ
-
15 αιμασιής
-
16 αἱμασιῆς
-
17 αιμασιήσι
-
18 αἱμασιῇσι
-
19 αιμασιαίς
-
20 αἱμασιαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἱμασιά — αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc/acc dual αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιᾷ — αἱμασιά wall fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek
αἱμασιάν — αἱμασιά̱ν , αἱμασιά wall fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιάς — αἱμασιά̱ς , αἱμασιά wall fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιαῖς — αἱμασιά wall fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιαῖσι — αἱμασιά wall fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιαί — αἱμασιά wall fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιᾶς — αἱμασιά wall fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιῆς — αἱμασιά wall fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιῇ — αἱμασιά wall fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)