Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αἱμόδιψος

См. также в других словарях:

  • αιμόδιψος — αἱμόδιψος, ον (Α) ο αιμοδιψής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + δίψα. ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία] …   Dictionary of Greek

  • αἱμόδιψον — αἱμόδιψος bloodthirsty masc/fem acc sg αἱμόδιψος bloodthirsty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματόδιψος — η, ο ο αιμόδιψος* …   Dictionary of Greek

  • αιμοδιψία — η [αιμόδιψος] δίψα για αίμα, αγριότητα, απανθρωπιά, αιμοβορία …   Dictionary of Greek

  • αιμοδιψής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και αιμόδιψος, η, ο αυτός που διψά για αίμα, κακούργος: Ο Νέρωνας εξελίχθηκε σ έναν από τους πιο αιμοδιψείς τυράννους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»